ἑταίρη

ἑταίρη
ἑταίρα
fem nom/voc sg (epic ionic)
ἑταιρέω
keep company with
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
ἑταιρέω
keep company with
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… …   Dictionary of Greek

  • κρυόεις — κρυόεις, εσσα, εν (Α) (κυριολ. και μτφ.) κρύος, ψυχρός σαν πάγος, παγερός (α. «κρυόεσσαν ἅλα», Απολλ. Ρόδ. β. «φόβου κρυόεντος ἑταίρη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος (ΙΙ) + κατάλ. όεις (πρβλ. ασπιδ όεις, ροδ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • φύζα — και φῡζα, ἡ, Α (επικ. τ.) φυγή λόγω φόβου, φευγιό («αὐτὰρ Ἀχαιοὺς Θεσπεσίη ἔχε φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φύζα (< *φυγ yα) έχει σχηματιστεί από το ριζικό όν. φύξ*, φυγός με επίθημα ya (πρβλ. μᾰζα*: θ. μαγ τού μάσσω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”